Τί είναι;
Το δεύτερο συχνότερο νεόπλασμα του ουροποιογεννητικού συστήματος, μετά τον καρκίνο του προστάτη. Ο πιο συχνός ιστολογικός τύπος είναι το καρκίνωμα από μεταβατικό επιθήλιο (transitional cell carcinoma, TCC). Σε ποσοστό περίπου 75% ο πρωτοεμφανιζόμενος καρκίνος είναι καθαρά επιφανειακός, αλλά υποτροπιάζει συχνά. Στο 25% ο καρκίνος επεκτείνεται βαθύτερα προς τον εξωστήρα μυ της κύστης και καλείται (μυο)διηθητικός.

Πώς εκδηλώνεται;
Η αιματουρία, μικροσκοπική ή μακροσκοπική, είναι το κυρίαρχο σύμπτωμα της νόσου. Τυπικά, η αιματουρία είναι ορατή με γυμνό μάτι (μακροσκοπική), δε συνοδεύεται από πόνο (ανώδυνη), καθ όλη τη διάρκεια της ούρησης (ολική) και εμφανιζόμενη κατά διαστήματα (διαλείπουσα). Επειδή ακριβώς η εμφάνιση αίματος στα ούρα θορυβεί τον ασθενή, η διάγνωση συνήθως γίνεται έγκαιρα. Ανεξήγητη απώλεια βάρους, αναιμία, ουραιμία, πόνος στη σπονδυλική στήλη ή οιδήματα των σκελών είναι συμπτώματα που σχετίζονται με προχωρημένη ή μεταστατική νόσο.
Πού οφείλεται;
Η ακριβής αιτιολογία της νόσου δεν μας είναι γνωστή. Το κάπνισμα είναι σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας, που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου κατά 4 φορές περίπου.

Ιδιαίτερο κίνδυνο εμφανίζουν τα άτομα με ανεπάρκεια του ενζύμου Ν-ακετυλο-τρανσφεράση της γλουταθειόνης, διότι δεν μπορούν να μεταβολίσουν τα τοξικά παράγωγα του καπνού (βενζολικές, φαινολικές ενώσεις) που δρουν τοξικά στο τοίχωμα της κύστης. Επίσης η επαγγελματική έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες (π.χ. χρωστικές παράγωγα της ανιλίνης), η εργασία στη βιομηχανία ελαστικών και σε βυρσοδεψεία, η κατάχρηση αναλγητικών, καφέ και τεχνητών γλυκαντικών, οι χρόνιες κυστίτιδες, η ακτινοβολίες στην πύελο και η χημειοθεραπεία με κυκλοφωσφαμίδη προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Ο Ουρολόγος θέτει τη διάγνωση με την εκτέλεση ουρηθροκυστεοσκόπησης. Με τη βοήθεια άκαμπτου ή εύκαμπτου ενδοσκοπίου γίνεται επισκόπηση της ουρήθρας και της κύστης, οπότε και οπτικοποιούνται οι βλάβες. Ο ενδοσκοπικός έλεγχος συνοδεύεται και από απεικονιστικό έλεγχο, όπως υπερηχογράφημα συνδυαζόμενο με ενδοφλέβια πυελογραφία ή αξονική τομογραφία.
Στους επιφανειακούς όγκους ο ασθενής συνεχίζει να παρακολουθείται μετά την διουρηθρική αφαίρεση με κυστεοσκόπηση και κυτταρολογική εξέταση των ούρων κάθε 3 μήνες για τον πρώτο χρόνο. Ωστόσο, αν υπάρχει υψηλός βαθμός κακοήθειας του όγκου ο oυρολόγος μπορεί να ζητήσει να γίνει και δεύτερη διουρηθρική βιοψία μέσα σε 1 μήνα από την αρχική επέμβαση.
Πώς θεραπεύεται;
Όταν ο όγκος είναι επιφανειακός η θεραπεία εκλογής είναι η διουρηθρική αφαίρεση αυτού, που συνήθως συνοδεύεται από έγχυση ενός χημειοθεραπευτικού παράγοντα μέσα στην κύστη (μιτομυκίνη, επιρουβικίνη, δοξορουβικίνη). Τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του όγκου και το ιστορικό του ασθενή θα καθορίσουν αν θα χρειαστεί και επικουρική θεραπεία, με ενδοκυστική έγχυση ουσιών που βοηθούν την αποφυγή υποτροπών και εξέλιξης της νόσου (BCG, χημειοθεραπευτικά).

Σε περίπτωση που ο όγκος είναι (μυο)διηθητικός ο ασθενής χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Αν η ηλικία του είναι μικρότερη των 75 ετών και βρίσκεται σε καλή γενική κατάσταση μπορεί να υποβληθεί σε ολική αφαίρεση κύστεως καιπροστάτη αν είναι άνδρας, μήτρα και εξαρτήματα αν είναι γυναίκα) σε συνδυασμό με εκτροπή των ούρων. Η εκτροπή μπορεί να γίνει στο δέρμα (ουρητηρο-ειλεοδερμοστομία), στο παχύ έντερο (ουρητροσιγμοειδοστομία) ή σε μία σφαιρική νεο-κύστη από έντερο που τοποθετείται στη θέση της αφαιρεθείσας (ορθότοπη ειλεονεοκύστη). Αν ο ασθενής δεν δύναται ή δεν επιθυμεί να χειρουργηθεί του προτείνεται συνδυασμός εξωτερικής ακτινοθεραπείας στην ελάσσονα πύελο σε συνδυασμό με ενδοφλέβια χημειοθεραπεία. Αν η νόσος είναι μεταστατική τότε ο ασθενής υποβάλλεται σε συστηματική χημειοθεραπεία και χειρισμούς που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των μεταστατικών εστιών και επιπλοκών. Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις συνιστάται και ακτινοθεραπεία-ακτινοβολία.